- ἐναποτιμηθῆναι
- ἐναποτιμάωtake in payment at a valuationaor inf pass (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναποτιμώ — ἐναποτιμῶ ( άω) (Α) υπολογίζω κατ εκτίμηση την αξία ενός αντικειμένου («τὰ ἐνέχυρα πρὸς τὴν ἀξίαν ἐναποτιμηθῆναι ἐκέλευσε», Δίων Κάσ.) … Dictionary of Greek